καραγκιόζης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | καραγκιόζης | οι | καραγκιόζηδες |
| γενική | του | καραγκιόζη | των | καραγκιόζηδων |
| αιτιατική | τον | καραγκιόζη | τους | καραγκιόζηδες |
| κλητική | καραγκιόζη | καραγκιόζηδες | ||
| Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- καραγκιόζης < Καραγκιόζης
Προφορά
- ΔΦΑ : /ka.ɾaˈɟo.zis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐ρα‐γκιό‐ζης
Ουσιαστικό
καραγκιόζης αρσενικό
- (ήρωας του θεάτρου σκιών) → δείτε τη λέξη Καραγκιόζης
- (μειωτικό) άνθρωπος γελοίος στην εμφάνιση ή τη συμπεριφορά
- ↪ Τι θέλει αυτός ο καραγκιόζης;
Μεταφράσεις
καραγκιόζης
|
Πηγές
- καραγκιόζης - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.