καραγκιόζ μπερντές
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- καραγκιόζ μπερντές < καραγκιόζης + μπερντές
Ουσιαστικό
καραγκιόζ μπερντές αρσενικό
- κρεμασμένο σεντόνι που χρησιμοποιείται στην παράσταση του θεάτρου σκιών Καραγκιόζη
- χώρισμα από σεντόνι, σαν και αυτό που χρησιμοποιείται στην παράσταση του θεάτρου σκιών
ως μια λέξη:
- καραγκιόζμπερντες, καραγκιοζμπερντές
Μεταφράσεις
καραγκιόζ μπερντές
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.