καραγκιόζ μπερντές

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

καραγκιόζ μπερντές < καραγκιόζης + μπερντές

Ουσιαστικό

καραγκιόζ μπερντές αρσενικό

  1. κρεμασμένο σεντόνι που χρησιμοποιείται στην παράσταση του θεάτρου σκιών Καραγκιόζη
  2. χώρισμα από σεντόνι, σαν και αυτό που χρησιμοποιείται στην παράσταση του θεάτρου σκιών

ως μια λέξη:

  • καραγκιόζμπερντες, καραγκιοζμπερντές

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.