καραγκιοζλίκι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το καραγκιοζλίκι τα καραγκιοζλίκια
      γενική
    αιτιατική το καραγκιοζλίκι τα καραγκιοζλίκια
     κλητική καραγκιοζλίκι καραγκιοζλίκια
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

καραγκιοζλίκι < τουρκική karagözlük

Ουσιαστικό

καραγκιοζλίκι ουδέτερο

Συγγενικά

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.