καρα-
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- καρα- < (άμεσο δάνειο) τουρκική kara- < kara (μαύρος)
Προφορά
- ΔΦΑ : /ka.ɾa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐ρα-
Πρόθημα
καρα- ή καρά-
- επιτατικό σε λέξεις κυρίως με αρνητικό, υβριστικό χαρακτήρα
- πρόθημα που δίνει τη σημασία του μαύρος (και σε λέξεις τουρκικής καταγωγής)
- καραμπογιά
- καραγκιόζης (μαυρομάτης)
- καραμπουζουκλής
- Καράγιωργας (και σε επώνυμα)
Σύνθετα
- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα καρα- στο Βικιλεξικό
- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα καρά- στο Βικιλεξικό
- καραμανλίδικος < Καραμανία
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.