καρα-

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

καρα- < (άμεσο δάνειο) τουρκική kara- < kara (μαύρος)

Προφορά

ΔΦΑ : /ka.ɾa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: καρα-

Πρόθημα

καρα- ή καρά-

  1. επιτατικό σε λέξεις κυρίως με αρνητικό, υβριστικό χαρακτήρα
    καράβλαχος
    καραπουτάνα
  2. πρόθημα που δίνει τη σημασία του μαύρος (και σε λέξεις τουρκικής καταγωγής)
    καραμπογιά
    καραγκιόζης (μαυρομάτης)
    καραμπουζουκλής
    Καράγιωργας (και σε επώνυμα)

Σύνθετα

  • Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα καρα- στο Βικιλεξικό
  • Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα καρά- στο Βικιλεξικό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.