Καραγκιόζος
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- Καραγκιόζος < Καραγκιόζης
Κύριο όνομα
Καραγκιόζος αρσενικό
- (οικείο) ανδρικό όνομα, ο χαρακτήρας Καραγκιόζης του θεάτρου σκιών, όπως κατά κανόνα τον αποκαλεί χαϊδευτικά ο Σιορ Διονύσιος (Νιόνιος)
- ανδρικό επώνυμο, (θηλυκό: Καραγκιόζου)
Μεταγραφές
- λατινικοί χαρακτήρες: Karagiozos
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.