Ησαΐας

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

άγαλμα του προφήτη Ησαΐα
Ησαΐας < αρχαία ελληνική Ἠσαΐας < (άμεσο δάνειο) εβραϊκή יְשַׁעְיָהוּ

Κύριο όνομα

Ησαΐας αρσενικό

  1. ανδρικό όνομα
  2. (θρησκεία) είκοσι τρίτο βιβλίο της Βίβλου, που αποτελείται από εξήντα έξι κεφάλαια.
  3. το όνομα του προφήτη που προειδοποίησε τον Εζεκία για τη θνητή ασθένειά του και το θαύμα του προσθέτοντας δεκαπέντε χρόνια στη ζωή του.
  4. ανδρικό επώνυμο (θηλυκό Ησαΐα)

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.