Βασιλεία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | Βασιλεία | οι | Βασιλείες |
| γενική | της | Βασιλείας | των | (Βασιλειών) |
| αιτιατική | τη | Βασιλεία | τις | Βασιλείες |
| κλητική | Βασιλεία | Βασιλείες | ||
| Κατηγορία όπως «νότα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /va.siˈli.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Βα‐σι‐λεί‐α
Ετυμολογία 1
- Βασιλεία < Βασίλει(ος) + -α
Παράγωγα
- Σίλεια (υποκοριστικό)
Συγγενικά
Μεταφράσεις
Βασιλεία
|
|
Ετυμολογία 2
- Βασιλεία < λόγιο ενδογενές δάνειο: γερμανική Basel < υστερολατινική Basilia από τον 3ο αιώνα κε < αρχαία ελληνική βασιλεία[1] ή κατ' άλλες απόψεις[2] από συγγενικές λέξεις, όπως βασιλική, ή από το όνομα Basilius.
Κύριο όνομα

Άποψη της Βασιλείας με τον ποταμό Ρήνο
Βασιλεία θηλυκό
Μεταφράσεις
Βασιλεία
|
Αναφορές
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
ΣτΕ: Αναφέρονται και χρονολογίες και όνομα αυτοκράτορα. -
Basel: name στην αγγλική Βικιπαίδεια

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.