Βαρβάρα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | Βαρβάρα | οι | Βαρβάρες |
| γενική | της | Βαρβάρας | — | |
| αιτιατική | τη | Βαρβάρα | τις | Βαρβάρες |
| κλητική | Βαρβάρα | Βαρβάρες | ||
| Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
| Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Βαρβάρα < μεσαιωνική ελληνική Βαρβάρα < αρχαία ελληνική βάρβαρος[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /vaɾˈva.ɾa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Βαρ‐βά‐ρα
Κύριο όνομα
Βαρβάρα θηλυκό
- γυναικείο όνομα
- (θρησκεία) χριστιανικό όνομα αγίας που έζησε μάλλον στην Νικομήδεια και μαρτύρησε κατά τον 3ο μ.Χ. αιώνα
- → και δείτε τη λέξη Αγία Βαρβάρα (ναωνύμιο, τοπωνύμιο)
- ονομασία οικισμών της Ελλάδας
Συγγενικά
- βαρβάρα (γλυκό) (πτηνό)
- Βαρβαριώτης / Βαρβαριώτισσα
-
Βαρβάρα στη Βικιπαίδεια

Μεταφράσεις
Βαρβάρα
|
Αναφορές
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
→ ζητούμενο λήμμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.