βαρβάρα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η βαρβάρα οι βαρβάρες
      γενική της βαρβάρας
    αιτιατική τη βαρβάρα τις βαρβάρες
     κλητική βαρβάρα βαρβάρες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

βαρβάρα < Βαρβάρα

Ουσιαστικό

βαρβάρα θηλυκό

  1. (γαστρονομία) το γλυκό ασουρές
  2. (πτηνό) υδρόβιο νηκτικό πτηνό (επιστημονική ονομασία: Tadorna tadorna) της οικογένειας των Νησσιδών

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.