βαρβάρα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | βαρβάρα | οι | βαρβάρες |
| γενική | της | βαρβάρας | — | |
| αιτιατική | τη | βαρβάρα | τις | βαρβάρες |
| κλητική | βαρβάρα | βαρβάρες | ||
| Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
| Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- βαρβάρα < Βαρβάρα
Ουσιαστικό
βαρβάρα θηλυκό
- (γαστρονομία) το γλυκό ασουρές
- (πτηνό) υδρόβιο νηκτικό πτηνό (επιστημονική ονομασία: Tadorna tadorna) της οικογένειας των Νησσιδών
Μεταφράσεις
βαρβάρα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.