αγία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αγία οι άγιες
      γενική της αγίας των αγίων
    αιτιατική την αγία τις άγιες
     κλητική αγία άγιες
Δημοφιλής και ο ανορθόδοξος πληθυντικός οι αγίες.
Δείτε τις σημειώσεις στο επίθετο άγιος.
Κατηγορία όπως «ιδιαιτέρα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αγία: ουσιαστικοποιημένο θηλυκό του επιθέτου άγιος

Προφορά

ΔΦΑ : /aˈʝi.a/
 
τυπογραφικός συλλαβισμός: αγία
τονικό παρώνυμο: άγια, επίσης ἀγυιά (καθαρεύουσα)

Ουσιαστικό

αγία θηλυκό

Συγγενικά

  • για τα ναωνύμια, δείτε Αγια-
  • αγια-

 και δείτε τη λέξη άγιος

Κλιτικός τύπος επιθέτου

αγία και άγια

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.