upset
Αγγλικά (en)
Συνώνυμα
Ουσιαστικό
upset (en)
- διακοπή, ενόχληση
- απρόσμενη νίκη ενός αουτσάιντερ, ανατροπή
- ναυτία όταν αναφέρεται στο στομάχι
Ρήμα
| ενεστώτας | upset |
| γ΄ ενικό ενεστώτα | upsets |
| αόριστος | upset |
| παθητική μετοχή | upset |
| ενεργητική μετοχή | upsetting |
| αγγλικά ανώμαλα ρήματα | |
upset (en)
- εκνευρίζω, αναστατώνω κάποιον, δημιουργώ σε κάποιον άσχημη διάθεση, χαλάω
- ↪ this incident upset me
- αυτό το περιστατικό με χάλασε
- ↪ this incident upset me
- διαταράσσω, διακόπτω κάτι
- προκαλώ σε κάποιον αδιαθεσία, χαλάω
- ↪ This sweet upset me.
- Αυτό το γλυκό με χάλασε.
- ≈ συνώνυμα: sicken
- ↪ This sweet upset me.
Συνώνυμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.