disrupt

Αγγλικά (en)

ενεστώτας disrupt
γ΄ ενικό ενεστώτα disrupts
αόριστος disrupted
παθητική μετοχή disrupted
ενεργητική μετοχή disrupting

Ρήμα

disrupt (en)

  1. εξαρθρώνω, διαλύω, διαταράσσω, δυσκολεύω κάτι να συνεχιστεί με τον κανονικό τρόπο
    Traffic was disrupted by heavy snowfall.
    Οι συγκοινωνίες εξαρθρώθηκαν από τος μεγάλες χιονοπτώσεις.
  2. διακόπτω, παρεμποδίζω κάτι

Συγγενικά

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.