distressed
Αγγλικά (en)
Επίθετο
distressed (en)
- ταραγμένος, στρεσαρισμένος, εκνευρισμένος, πολύ ανήσυχος
- για εμπορεύματα, χαλασμένα, καταπονημένα
- για φθορά επίπλων στην προσπάθεια των κατόχων τους να τα παρουσιάσουν ως αντίκες
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.