cours
Γαλλικά (fr)
Προφορά
- ΔΦΑ : /kuʁ/
- ⓘ
Ουσιαστικό
| ενικός | πληθυντικός |
|---|---|
| cours | cours |
cours (fr) αρσενικό
- σχετικά με την εκπαίδευση
- το μάθημα
- το βιβλίο ενός μαθήματος
- οι σημειώσεις που παίρνει κανείς κατά τη διάρκεια ενός μαθήματος
- το εκπαιδευτικό ίδρυμα, η σχολή (συνηθίζεται για ιδιωτικές σχολές)
- σχετικά με μια αξία
- τιμή
- → δείτε τη λέξη avoir cours
- η ροή (ποταμού κλπ)
- → δείτε τη λέξη cours d'eau
- σχετικά με την μετακίνηση στον χρόνο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.