καθώς

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

καθώς < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική καθώς < (κατά) καθ- + ὡς

Προφορά

ΔΦΑ : /kaˈθos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: καθώς

Επίρρημα

καθώς

  • (αναφορικό τροπικό) όπως
      Τότε η Ερμιόνη συμμαζώνεται στον εαυτό της, καθώς το λαβωμένο λιοντάρι, και καρτερεί την ανάρρωση. (Ι.Μ. Παναγιωτόπουλος Οι μουσμουλιές [διήγημα])

Εκφράσεις

Σύνθετα

Σύνδεσμος

καθώς

  1. (εισάγει χρονικές προτάσεις που δηλώνουν το ταυτόχρονο) κατά τη διάρκεια, ενώ, όταν
    καθώς ερχόμουν εδώ, συνέβη κάτι αναπάντεχο
  2. (εισάγει αιτιολογικές προτάσεις) επειδή

Μεταφράσεις

Πηγές



αρχαία ελληνικά

Ετυμολογία

καθώς < (κατά) καθ- + ὡς. . Σπάνια πριν από τον Αριστοτέλη. [1]

Επίρρημα

καθώς

  1. (τροπικό επίρρημα)
  2. (χρονικό επίρρημα) πώς, με ποιο τρόπο

  • καθά (στον Ηρόδοτο)

Αναφορές

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.