καπιτονέ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- καπιτονέ < (άμεσο δάνειο) γαλλική capitonné < capitonner < ιταλική capitone < λατινική capito < caput < πρωτοϊταλική kaput < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *kauput- / *káput (κεφάλι)
Προφορά
- ΔΦΑ : /ka.pi.toˈne/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐πι‐το‐νέ
Επίθετο
καπιτονέ άκλιτο
- (για ύφασμα) που είναι επενδυμένος με βαμβακερό ή άλλο ύφασμα, στο οποίο τα γαζιά ή οι πτυχώσεις σχηματίζουν διάφορα σχέδια
Ουσιαστικό
καπιτονέ ουδέτερο άκλιτο
- ύφασμα, ταπετσαρία ή φόδρα που είναι επενδυμένα με βαμβακερό ή άλλο ύφασμα, στο οποίο τα γαζιά ή οι πτυχώσεις σχηματίζουν διάφορα σχέδια
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.
_(16583650176).jpg.webp)