γαληνεμένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο γαληνεμένος η γαληνεμένη το γαληνεμένο
      γενική του γαληνεμένου της γαληνεμένης του γαληνεμένου
    αιτιατική τον γαληνεμένο τη γαληνεμένη το γαληνεμένο
     κλητική γαληνεμένε γαληνεμένη γαληνεμένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι γαληνεμένοι οι γαληνεμένες τα γαληνεμένα
      γενική των γαληνεμένων των γαληνεμένων των γαληνεμένων
    αιτιατική τους γαληνεμένους τις γαληνεμένες τα γαληνεμένα
     κλητική γαληνεμένοι γαληνεμένες γαληνεμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

γαληνεμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου γαληνεύω

Προφορά

ΔΦΑ : /ɣa.li.neˈme.nos/

Μετοχή

γαληνεμένος, -η, -ο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.