statement

Αγγλικά (en)

Η εντολή (statement) UPDATE της γλώσσας προγραμματισμού SQL

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈsteɪtmənt/
  (ΗΠΑ)

Ουσιαστικό

statement (en)

  1. η δήλωση
  2. η κατάθεση
    I gave my statement to the police.
    Έδωσα την κατάθεσή μου στην αστυνομία.
  3. η κατάσταση (πίνακας, λίστα, κατάλογος)
    account statement - κατάσταση λογαριασμού
  4. (προγραμματισμός) εντολή στον κώδικα μιας γλώσσας προγραμματισμού
     δείτε και τις λέξεις command και instruction
    δείτε επίσης: Statement (computer science) στην αγγλική Βικιπαίδεια

Πολυλεκτικοί όροι

(λογιστική)

(προγραμματισμός)

  • statement στην αγγλική Βικιπαίδεια Λήμμα στην αγγλική Βικιπαίδεια
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.