code
Αγγλικά (en)
Ουσιαστικό
| ενικός | πληθυντικός |
| code | codes |
code (en)
- κώδικας π.χ. κώδικας επικοινωνίας
- (πληροφορική) πηγαίος κώδικας ενός προγράμματος
- ※ For best readability, programmers often like to avoid code lines longer than 80 characters. [1]
- «Για καλύτερη αναγνωσιμότητα, οι προγραμματιστές συχνά προτιμούν να αποφεύγουν γραμμές κώδικα μεγαλύτερες από 80 χαρακτήρες.»
- ※ For best readability, programmers often like to avoid code lines longer than 80 characters. [1]
Πολυλεκτικοί όροι
Ρήμα
- (πληροφορική) γράφω κώδικα, προγραμματίζω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.