code

Αγγλικά (en)

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
code codes

code (en)

  1. κώδικας π.χ. κώδικας επικοινωνίας
  2. (πληροφορική) πηγαίος κώδικας ενός προγράμματος
      For best readability, programmers often like to avoid code lines longer than 80 characters. [1]
    «Για καλύτερη αναγνωσιμότητα, οι προγραμματιστές συχνά προτιμούν να αποφεύγουν γραμμές κώδικα μεγαλύτερες από 80 χαρακτήρες.»

Σύνθετα

πληροφορική:

Υπώνυμα

πληροφορική:

Πολυλεκτικοί όροι

Ρήμα

  • (πληροφορική) γράφω κώδικα, προγραμματίζω

Αναφορές

  1. (αγγλικά) JavaScript Statements. Πρόσβαση 2021-03-07.



Γαλλικά (fr)

      ενικός         πληθυντικός  
code codes

Ετυμολογία

code < λατινική codex

Ουσιαστικό

code (fr) αρσενικό

  1. ο κώδικας
  2. o κωδικός

Συγγενικά

Σύνθετα

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.