αποκλείω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- αποκλείω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀποκλείω < ἀπό (απο-) + κλείω
Προφορά
- ΔΦΑ : /a.poˈkli.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐πο‐κλεί‐ω
Ρήμα
αποκλείω, αόρ.: απέκλεισα, παθ.φωνή: αποκλείομαι, π.αόρ.: αποκλείστηκα, μτχ.π.π.: αποκλεισμένος
- εμποδίζω την είσοδο σε κάποιο μέρος ή την έξοδο απ’ αυτό
- εμποδίζω κάποιον να λάβει μέρος σε κάτι
- εμποδίζω, απαγορεύω
- (τριτοπόσωπο) → δείτε τη λέξη αποκλείεται
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | αποκλείω | απέκλεια | θα αποκλείω | να αποκλείω | αποκλείοντας | |
| β' ενικ. | αποκλείεις | απέκλειες | θα αποκλείεις | να αποκλείεις | απόκλειε | |
| γ' ενικ. | αποκλείει | απέκλειε | θα αποκλείει | να αποκλείει | ||
| α' πληθ. | αποκλείουμε | αποκλείαμε | θα αποκλείουμε | να αποκλείουμε | ||
| β' πληθ. | αποκλείετε | αποκλείατε | θα αποκλείετε | να αποκλείετε | αποκλείετε | |
| γ' πληθ. | αποκλείουν(ε) | απέκλειαν αποκλείαν(ε) |
θα αποκλείουν(ε) | να αποκλείουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | απέκλεισα | θα αποκλείσω | να αποκλείσω | αποκλείσει | ||
| β' ενικ. | απέκλεισες | θα αποκλείσεις | να αποκλείσεις | απόκλεισε | ||
| γ' ενικ. | απέκλεισε | θα αποκλείσει | να αποκλείσει | |||
| α' πληθ. | αποκλείσαμε | θα αποκλείσουμε | να αποκλείσουμε | |||
| β' πληθ. | αποκλείσατε | θα αποκλείσετε | να αποκλείσετε | αποκλείστε | ||
| γ' πληθ. | απέκλεισαν αποκλείσαν(ε) |
θα αποκλείσουν(ε) | να αποκλείσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω αποκλείσει | είχα αποκλείσει | θα έχω αποκλείσει | να έχω αποκλείσει | ||
| β' ενικ. | έχεις αποκλείσει | είχες αποκλείσει | θα έχεις αποκλείσει | να έχεις αποκλείσει | έχε αποκλεισένο | |
| γ' ενικ. | έχει αποκλείσει | είχε αποκλείσει | θα έχει αποκλείσει | να έχει αποκλείσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε αποκλείσει | είχαμε αποκλείσει | θα έχουμε αποκλείσει | να έχουμε αποκλείσει | ||
| β' πληθ. | έχετε αποκλείσει | είχατε αποκλείσει | θα έχετε αποκλείσει | να έχετε αποκλείσει | έχετε αποκλεισένο | |
| γ' πληθ. | έχουν αποκλείσει | είχαν αποκλείσει | θα έχουν αποκλείσει | να έχουν αποκλείσει | ||
| Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (μεταβατικοί) | ||||||
| Παρακείμενος | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) αποκλεισένο | |||||
| Υπερσυντέλικος | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) αποκλεισένο | |||||
| Συντελ. Μέλλ. | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) αποκλεισένο | |||||
| Υποτακτική | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) αποκλεισένο | |||||
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.