αποκλείω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

αποκλείω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀποκλείω < ἀπό (απο-) + κλείω

Προφορά

ΔΦΑ : /a.poˈkli.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αποκλείω

Ρήμα

αποκλείω, αόρ.: απέκλεισα, παθ.φωνή: αποκλείομαι, π.αόρ.: αποκλείστηκα, μτχ.π.π.: αποκλεισμένος

  1. εμποδίζω την είσοδο σε κάποιο μέρος ή την έξοδο απ’ αυτό
  2. εμποδίζω κάποιον να λάβει μέρος σε κάτι
  3. εμποδίζω, απαγορεύω
  4. (τριτοπόσωπο)  δείτε τη λέξη αποκλείεται

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.