αποκλεισμός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | αποκλεισμός | οι | αποκλεισμοί |
| γενική | του | αποκλεισμού | των | αποκλεισμών |
| αιτιατική | τον | αποκλεισμό | τους | αποκλεισμούς |
| κλητική | αποκλεισμέ | αποκλεισμοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αποκλεισμός < (ελληνιστική κοινή) ἀποκλεισμός
Ουσιαστικό
αποκλεισμός αρσενικό
- η αδυναμία μετακίνησης από και προς μια περιοχή λόγω εμποδίων
- η απομόνωση μιας περιοχής με στρατιωτικά ή άλλα μέσα, ώστε να μην επιτρέπεται η είσοδος ή έξοδος ανθρώπων ή αγαθών
- η ενέργεια με την οποία κάποιος που συμμετείχε σε μια συλλογική διαδικασία αποβάλλεται από αυτήν
- (αθλητισμός) η έξοδος ενός αθλητή ή μιας ομάδας από μια αθλητική διοργάνωση μετά από ήττα ή παραβίαση κανονισμών
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.