ογκόλιθος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | ογκόλιθος | οι | ογκόλιθοι |
| γενική | του | ογκόλιθου & ογκολίθου |
των | ογκόλιθων & ογκολίθων |
| αιτιατική | τον | ογκόλιθο | τους | ογκόλιθους & ογκολίθους |
| κλητική | ογκόλιθε | ογκόλιθοι | ||
| Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
| Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
ογκόλιθος αρσενικό
- η πέτρα με τεράστιο όγκο
- ※ Προστασία, κατά μήκος, του πόδα του κρηπιδότοιχου και της λιθορριπής έδρασης με τη χρήση τεχνητών ογκολίθων ποδός και πρίσματος λιθορριπής θωράκισης κατάλληλης διαβάθμισης, για μήκος 35μ (Επισκευή Κρηπιδότοιχων, Λιμένας Νήσου Καλύμνου, αναφέρεται σε έργο που υλοποιήθηκε το 2010, ανακτήθηκε 28/11/2021 )
- (μεταφορικά) για κάτι/κάποιον που επιβάλλεται με την παρουσία του σε έναν πνευματικό χώρο
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη λίθος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.
.jpg.webp)