blocking
Αγγλικά (en)
Ουσιαστικό
| ενικός | πληθυντικός |
| blocking | blockings |
blocking (en)
- (πληροφορική) κατάσταση στην οποία ο υπολογιστής ή κάποιο πρόγραμμα σαματά να αλληλεπιδρά έως ότου ολοκληρώσει κάποια εργασία
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.