-ῖτις
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- -ῖτις < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική -ῖτις, θηλυκό του -ίτης ή λόγιο ενδογενές δάνειο: νεολατινική -itis (> γαλλική -ite) < αρχαία ελληνική -ῖτις
Επίθημα
-ῖτις θηλυκό (κλιτικοί τύποι από την αρχαία κλίση στο -ῖτις)
- (καθαρεύουσα) επίθημα για το σχηματισμό θηλυκών ουσιαστικών παράγωγων
- από ουσιαστικά που δηλώνουν φλεγμονή, πάθηση ή ασθένεια, στην κοινή νεοελληνική -ίτιδα (εννοείται το θηλυκό ουσιαστικό νόσος)
- Λέξεις της καθαρεύουσας με επίθημα -ῖτις στο Βικιλεξικό
- όπως
- βρογχῖτις
- σκωληκοειδῖτις
- φλεβῖτις
- ὠτῖτις
- που δηλώνουν ότι το παράγωγο ανήκει στην πρωτότυπη λέξη ως θηλυκό του -ίτης (εννοείται άλλο θηλυκό ουσιαστικό)
- αἰγιαλῖτις (εννοείται γῆ)
- από ουσιαστικά που δηλώνουν φλεγμονή, πάθηση ή ασθένεια, στην κοινή νεοελληνική -ίτιδα (εννοείται το θηλυκό ουσιαστικό νόσος)
Πηγές
- -ίτιδα, -ίτις - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
- -ίτιδα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
|---|---|---|---|---|---|
| -ιτιδ- | |||||
| ονομαστική | ἡ | -ῖτις | αἱ | -ίτιδες | |
| γενική | τῆς | -ίτιδος | τῶν | -ιτίδων | |
| δοτική | τῇ | -ίτιδῐ | ταῖς | -ίτισῐ(ν) | |
| αιτιατική | τὴν | -ῖτιν | τὰς | -ίτιδᾰς | |
| κλητική ὦ! | -ῖτι | -ίτιδες | |||
| δυϊκός | |||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | -ίτιδε | |||
| γεν-δοτ | τοῖν | -ιτίδοιν | |||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'ἔρις' όπως «ἔρις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | |||||
Επίθημα
-ῖτις θηλυκό
- επίθημα για το σχηματισμό θηλυκών ουσιαστικών παράγωγων από ουσιαστικά
- (εννοείται το θηλυκό ουσιαστικό νόσος) που δηλώνουν φλεγμονή, πάθηση ή ασθένεια, στην κοινή νεοελληνική -ίτιδα
- Αρχαίες ελληνικές λέξεις με επίθημα -ῖτις στο Βικιλεξικό
- όπως
- ἀρθρῖτις
- ἡπατῖτις
- διφθερῖτις
- φρενῖτις
- (εννοείται άλλο θηλυκό ουσιαστικό) που δηλώνουν ότι το παράγωγο ανήκει στην πρωτότυπη λέξη ως θηλυκό του -ίτης
- αἰγιαλῖτις (εννοείται γῆ)
- (εννοείται το θηλυκό ουσιαστικό νόσος) που δηλώνουν φλεγμονή, πάθηση ή ασθένεια, στην κοινή νεοελληνική -ίτιδα
Απόγονοι
-ῖτις (αρχαία ελληνικά)
- ⇘ καθαρεύουσα: -ῖτις
- ⇘ νέα ελληνικά: -ίτιδα από την αιτιατική
- ↷ νεολατινικά: -itis
- ↷ αγγλικά: -itis
- ↷ γαλλικά: -ite
- ↷ καθαρεύουσα: -ῖτις
Σύνθετα
- Αρχαίες ελληνικές λέξεις με επίθημα -ῖτις στο Βικιλεξικό
- Λέξεις -ῖτις @perseus.tufts.edu Greek Dictionary Headword Search, Πανεπιστήμιο Tufts
Πηγές
- -ίτιδα, -ίτις - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
- -ίτιδα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.