φρενῖτις

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

φρενῖτις < φρήν + -ίτις

Ουσιαστικό

φρενῖτις, -ίτιδος θηλυκό

  1. η παραφροσύνη, η τρέλα, η φρενίτιδα
  2. εγκεφαλίτιδα, που τότε ονομαζόταν φλεγμονή του εγκεφάλου
  3. ίσως και φλεγμονή του διαφράγματος
  4. πυρετός

Συγγενικά

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.