φρενῖτις
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ουσιαστικό
φρενῖτις, -ίτιδος θηλυκό
- η παραφροσύνη, η τρέλα, η φρενίτιδα
- εγκεφαλίτιδα, που τότε ονομαζόταν φλεγμονή του εγκεφάλου
- ίσως και φλεγμονή του διαφράγματος
- πυρετός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.