σκωληκοειδῖτις

Νέα ελληνικά (el)

καθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση)
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική σκωληκοειδῖτις αἱ σκωληκοειδίτιδες
      γενική τῆς σκωληκοειδίτιδος τῶν σκωληκοειδιτίδων
      δοτική τῇ σκωληκοειδίτιδι ταῖς σκωληκοειδίτισι(ν)
    αιτιατική τὴν σκωληκοειδῖτιν τὰς σκωληκοειδίτιδᾰς
     κλητική ! σκωληκοειδῖτι σκωληκοειδίτιδες
3η κλίση, Κατηγορία 'ἔρις' όπως «ἔρις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ουσιαστικό

σκωληκοειδῖτις, -ιδος θηλυκό

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.