-ίτιδα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η -ίτιδα οι -ίτιδες
      γενική της -ίτιδας των -ίτιδων
    αιτιατική τη(ν) -ίτιδα τις -ίτιδες
     κλητική -ίτιδα -ίτιδες
Η αρχαία γενική πληθυντικού, παροξύτονη σε -ιτίδων.
Κατηγορία όπως «αρθρίτιδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

-ίτιδα < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική -ῖτις από την αιτιατική «τὴν -ίτιδα» ή (λόγιο δάνειο) νεολατινική -itis (< αγγλική -itis, γαλλική -ite) συχνά μέσω της καθαρεύουσας -ῖτις

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈi.ti.ða/
τυπογραφικός συλλαβισμός: τιδα

Επίθημα

-ίτιδα θηλυκό

  • Νεοελληνικές λέξεις με επίθημα -ίτιδα στο Βικιλεξικό

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.