διφθερῖτις
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- διφθερῖτις (μαρτυρείται από το 1879) [1] → και δείτε τη λέξη διφθερίτιδα
- Δε σχετίζεται με το ελληνιστικό διφθερῖτις
Ουσιαστικό
διφθερῖτις θηλυκό (κλιτικοί τύποι από την αρχαία κλίση στο διφθερῖτις)
Αναφορές
- σελ. 300, Τόμος Α΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | διφθερῖτις | αἱ | διφθερίτιδες | ||||
| γενική | τῆς | διφθερίτιδος | τῶν | διφθεριτίδων | ||||
| δοτική | τῇ | διφθερίτιδῐ | ταῖς | διφθερίτισῐ(ν) | ||||
| αιτιατική | τὴν | διφθερῖτιν & διφθερίτιδα |
τὰς | διφθερίτιδᾰς | ||||
| κλητική ὦ! | διφθερῖτι | διφθερίτιδες | ||||||
| δυϊκός | ||||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | διφθερίτιδε | ||||||
| γεν-δοτ | τοῖν | διφθεριτίδοιν | ||||||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'ἔρις' όπως «ἔρις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||||||
Ετυμολογία
- διφθερῖτις < διφθέρι(ος) + -τις
Πηγές
- διφθερῖτις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
- «διφθερίτιδα» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.