ιδεοπλασία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ιδεοπλασία οι ιδεοπλασίες
      γενική της ιδεοπλασίας των ιδεοπλασιών
    αιτιατική την ιδεοπλασία τις ιδεοπλασίες
     κλητική ιδεοπλασία ιδεοπλασίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ιδεοπλασία < ιδεο- + -πλασία

Ουσιαστικό

ιδεοπλασία θηλυκό

  1. επινόηση
  2. φαντασία
  3. νεολογισμός, λεξιπλασία, ιστοριοπλασία
  4. μυθοπλασία, παραλήρημα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.