ιδεοπλασία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ιδεοπλασία | οι | ιδεοπλασίες |
| γενική | της | ιδεοπλασίας | των | ιδεοπλασιών |
| αιτιατική | την | ιδεοπλασία | τις | ιδεοπλασίες |
| κλητική | ιδεοπλασία | ιδεοπλασίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ιδεοπλασία < ιδεο- + -πλασία
Ουσιαστικό
ιδεοπλασία θηλυκό
Μεταφράσεις
ιδεοπλασία
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.