απλασία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η απλασία οι απλασίες
      γενική της απλασίας των απλασιών
    αιτιατική την απλασία τις απλασίες
     κλητική απλασία απλασίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

απλασία < α- (στερητικό) + πλάση

Ουσιαστικό

απλασία θηλυκό

  • (βιολογία), (ιστολογία): η αδυναμία ανάπτυξης ιστού

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.