-πλάσια
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- -πλάσια < -πλάσιος
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈpla.si.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : -πλά‐σι‐α
Επίθημα
-πλάσια
- επίθημα επιρρημάτων τα οποία δηλώνουν τον αριθμό κατά τον οποίο αυξάνεται αυτό που προσδιορίζεται
- Νεοελληνικές λέξεις με επίθημα -πλάσια στο Βικιλεξικό
Πηγές
- -πλάσια - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.