ἄρρωστος

Αρχαία ελληνικά (grc)

Πτώση Ενικός Πληθυντικός
Ονομαστική ὁ, ἡ ἄρρωστος τὸ ἄρρωστον οἱ, αἱ ἄρρωστοι τὰ ἄρρωστα
Γενική τοῦ, τῆς ἀρρώστου τοῦ ἀρρώστου τῶν ἀρρώστων τῶν ἀρρώστων
Δοτική τῷ, τῇ ἀρρώστῳ τῷ ἀρρώστῳ τοῖς, ταῖς ἀρρώστοις τοῖς ἀρρώστοις
Αιτιατική τὸν, τὴν ἄρρωστον τὸ ἄρρωστον τοὺς, τὰς ἀρρώστους τὰ ἄρρωστα
Κλητική ἄρρωστε ἄρρωστον ἄρρωστοι ἄρρωστα
Πτώσεις Δυικός
Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική ἀρρώστω
Γενική-Δοτική ἀρρώστοιν

Ετυμολογία

ἄρρωστος < ἀ- + ῥώννυμι

Επίθετο

ἄρρωστος, -ος, -ον

  1. αδύνατος, αδύναμος
  2. άρρωστος, ασθενής
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.