παρηγορία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η παρηγορία οι παρηγορίες
      γενική της παρηγορίας των παρηγοριών
    αιτιατική την παρηγορία τις παρηγορίες
     κλητική παρηγορία παρηγορίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

παρηγορία < αρχαία ελληνική παρηγορία

Ουσιαστικό

παρηγορία θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.