ανάριος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ανάριος η ανάρια το ανάριο
      γενική του ανάριου της ανάριας του ανάριου
    αιτιατική τον ανάριο την ανάρια το ανάριο
     κλητική ανάριε ανάρια ανάριο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ανάριοι οι ανάριες τα ανάρια
      γενική των ανάριων των ανάριων των ανάριων
    αιτιατική τους ανάριους τις ανάριες τα ανάρια
     κλητική ανάριοι ανάριες ανάρια
Προφέρεται με συνίζηση ως παροξύτονο.
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ανάριος < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ἀνάριος < ἀν(ά) + αρχαία ελληνική ἀραιός με συνίζηση [1]

Προφορά

ΔΦΑ : /aˈnaɾ.ʝos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ανάριος

Επίθετο

ανάριος, -α, -ο

  1. αραιός
  2. ανάερος

Συγγενικά

Αντώνυμα

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.