ανάρια

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ανάρια < ανάριος +

Επίρρημα

ανάρια

  1. (τοπικά) αραιά
  2. (χρονικά) αραιά, πού και πού, κάπου κάπου, σπάνια
     συνώνυμα: αριά
  3. αργά αργά

Μεταφράσεις

Κλιτικός τύπος επιθέτου

ανάρια

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.