ὄψ
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | ὄψ | αἱ | ὄπες |
| γενική | τῆς | ὀπός | τῶν | ὀπῶν |
| δοτική | τῇ | ὀπῐ́ | ταῖς | ὀψῐ́(ν) |
| αιτιατική | τὴν | ὄπᾰ | τὰς | ὄπᾰς |
| κλητική ὦ! | ὄψ | ὄπες | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ὄπε | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | ὀποῖν | ||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'γύψ' όπως «γύψ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία 1
- ὄψ < πρωτοελληνική *wókʷs < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *wṓkʷs (φωνή) < *wekʷ- (μιλώ) → δείτε τη λέξη ἔπος
Συγγενικά
Ετυμολογία 2
Συνώνυμα
- ὄψις
Αναφορές
- ὄπωπα - Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.
Πηγές
- ὄψ - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ὄψ - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.