Ἦνοψ

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
Ἠνοπ-
ονομαστική Ἦνοψ οἱ Ἤνοπες
      γενική τοῦ Ἤνοπος τῶν Ἠνόπων
      δοτική τῷ Ἤνοπ τοῖς Ἤνοψ(ν)
    αιτιατική τὸν Ἤνοπ τοὺς Ἤνοπᾰς
     κλητική ! Ἦνοψ Ἤνοπες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  Ἤνοπε
γεν-δοτ τοῖν  Ἠνόποιν
3η κλίση, Κατηγορία 'κώνωψ' όπως «κώνωψ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Ἦνοψ, ομηρικό < ἦνοψ (ακτινοβόλος στην όψη, που λάμπει σαν χαλκός)

Κύριο όνομα

Ἦνοψ αρσενικό

Παράγωγα

Συγγενικά

  •  δείτε τη λέξη ὄψ (στη σημασία: όψη)

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.