Ἦνοψ
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
|---|---|---|---|---|---|
| Ἠνοπ- | |||||
| ονομαστική | ὁ | Ἦνοψ | οἱ | Ἤνοπες | |
| γενική | τοῦ | Ἤνοπος | τῶν | Ἠνόπων | |
| δοτική | τῷ | Ἤνοπῐ | τοῖς | Ἤνοψῐ(ν) | |
| αιτιατική | τὸν | Ἤνοπᾰ | τοὺς | Ἤνοπᾰς | |
| κλητική ὦ! | Ἦνοψ | Ἤνοπες | |||
| δυϊκός | |||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | Ἤνοπε | |||
| γεν-δοτ | τοῖν | Ἠνόποιν | |||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'κώνωψ' όπως «κώνωψ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | |||||
Ετυμολογία
- Ἦνοψ, ομηρικό < ἦνοψ (ακτινοβόλος στην όψη, που λάμπει σαν χαλκός)
Παράγωγα
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη ὄψ (στη σημασία: όψη)
Πηγές
- Ἦνοψ - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.