ὀπτός

Αρχαία ελληνικά (grc)

γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική ὀπτός ὀπτή τὸ ὀπτόν
      γενική τοῦ ὀπτοῦ τῆς ὀπτῆς τοῦ ὀπτοῦ
      δοτική τῷ ὀπτ τῇ ὀπτ τῷ ὀπτ
    αιτιατική τὸν ὀπτόν τὴν ὀπτήν τὸ ὀπτόν
     κλητική ! ὀπτέ ὀπτή ὀπτόν
 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ ὀπτοί αἱ ὀπταί τὰ ὀπτᾰ́
      γενική τῶν ὀπτῶν τῶν ὀπτῶν τῶν ὀπτῶν
      δοτική τοῖς ὀπτοῖς ταῖς ὀπταῖς τοῖς ὀπτοῖς
    αιτιατική τοὺς ὀπτούς τὰς ὀπτᾱ́ς τὰ ὀπτᾰ́
     κλητική ! ὀπτοί ὀπταί ὀπτᾰ́
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ὀπτώ τὼ ὀπτᾱ́ τὼ ὀπτώ
      γεν-δοτ τοῖν ὀπτοῖν τοῖν ὀπταῖν τοῖν ὀπτοῖν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'καλός' όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

  1. ὀπτός < ἕψω / ὀπτάω
  2. ὀπτός < αρχαία ελληνική ὄψ (μάτι, πρόσωπο) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *h₃ekʷ- (βλέπω) (βλ. ὁράω / ὁρῶ)

Επίθετο

ὀπτός, -ή, -όν

Επίθετο

ὀπτός, -ή, -όν

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.