οπτός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | οπτός | η | οπτή | το | οπτό |
| γενική | του | οπτού | της | οπτής | του | οπτού |
| αιτιατική | τον | οπτό | την | οπτή | το | οπτό |
| κλητική | οπτέ | οπτή | οπτό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | οπτοί | οι | οπτές | τα | οπτά |
| γενική | των | οπτών | των | οπτών | των | οπτών |
| αιτιατική | τους | οπτούς | τις | οπτές | τα | οπτά |
| κλητική | οπτοί | οπτές | οπτά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- οπτός < αρχαία ελληνική ὀπτός < ἕψω (βράζω)
Συγγενικά
Αντώνυμα
Μεταφράσεις
οπτός
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.