ἴουλος
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
|---|---|---|---|---|---|
| ῐουλο- | |||||
| ονομαστική | ὁ | ἴουλος | οἱ | ἴουλοι | |
| γενική | τοῦ | ἰούλου | τῶν | ἰούλων | |
| δοτική | τῷ | ἰούλῳ | τοῖς | ἰούλοις | |
| αιτιατική | τὸν | ἴουλον | τοὺς | ἰούλους | |
| κλητική ὦ! | ἴουλε | ἴουλοι | |||
| δυϊκός | |||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἰούλω | |||
| γεν-δοτ | τοῖν | ἰούλοιν | |||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «θρίαμβος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | |||||
Ετυμολογία
- ἴουλος < οὖλος • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
ἴουλος αρσενικό (ῐ)
- ίουλος (το πρώτο χνούδι, οι πρώτες τρίχες στα νεανικά μάγουλα)
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 11 (λ. Ἀλκίνου ἀπόλογοι: Νέκυια.), στίχ. 319 (318-320)
- ἀλλ᾽ ὄλεσεν Διὸς υἱός, ὃν ἠύκομος τέκε Λητώ, | ἀμφοτέρω, πρίν σφωϊν ὑπὸ κροτάφοισιν ἰούλους | ἀνθῆσαι πυκάσαι τε γένυς εὐανθέϊ λάχνῃ.
- αλλά τους πρόλαβε ο γιος του Δία, γέννημα της καλλίκομης Λητώς, | που τους αφάνισε τους δυο μεμιάς, προτού το χνούδι ανθίσει κάτω από τους κροτάφους, | προτού σκεπάσουν με σγουρά τα μάγουλά τους.
- Μετάφραση σε πεζό (2006): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, @greek‑language.gr
- ἀλλ᾽ ὄλεσεν Διὸς υἱός, ὃν ἠύκομος τέκε Λητώ, | ἀμφοτέρω, πρίν σφωϊν ὑπὸ κροτάφοισιν ἰούλους | ἀνθῆσαι πυκάσαι τε γένυς εὐανθέϊ λάχνῃ.
- ※ 3ος πκε αιώνας ⌘ Θεόκριτος, Εἰδύλλια, Συρακούσιαι ἢ Αδωνιάζουσαι, στιχ. 85 (84-86)
- αὐτὸς δ᾽ ὡς θαητὸς ἐπ᾽ ἀργυρέας κατάκειται | κλισμῶ, πρᾶτον ἴουλον ἀπὸ κροτάφων καταβάλλων, | ὁ τριφίλητος Ἄδωνις, ὁ κἠν Ἀχέροντι φιληθείς.
- Γιά κοίταξε τον Άδωνι το μυριαγαπημένο, που πεθαμένος και νεκρός στον Άδην αγαπιέται, | κοίταξε πώς ξαπλώνεται σ᾽ έν᾽ αργυρό κρεβάτι | μέσα στην πρώτη νιότη του, στο πρώτο χνούδωμά του.
- Μετάφραση (1911), Ιωάννης Πολέμης @greek‑language.gr
- αὐτὸς δ᾽ ὡς θαητὸς ἐπ᾽ ἀργυρέας κατάκειται | κλισμῶ, πρᾶτον ἴουλον ἀπὸ κροτάφων καταβάλλων, | ὁ τριφίλητος Ἄδωνις, ὁ κἠν Ἀχέροντι φιληθείς.
- ※ 3ος πκε αιώνας Ασκληπιάδης ο Σάμιος, Επίγραμμα XLVI στην ⌘ Παλατινή Ανθολογία, βιβλίο 12ο, επίγραμμα 36, στίχ. 1 (1-4) @perseus.tufts.edu
- νῦν αἰτεῖς, ὅτε λεπτὸς ὑπὸ κροτάφοισιν ἴουλος
ἕρπει καὶ μηροῖς ὀξὺς ἔπεστι χνόος:
εἶτα λέγεις ‘ἥδιον ἐμοὶ τόδε.’ καὶ τίς ἂν εἴποι
κρείσσονας αὐχμηρὰς ἀσταχύων καλάμας;- Τώρα που κάτω από τους κροτάφους προχωρεί λεπτό χνουδωτό γένι
και πάνω στους μηρούς βρίσκεται αγκαθωτό χνούδι,
παρακαλείς κι έπειτα λες : «Αυτό εδώ μ' αρέσει πιο πολύ». Και ποιος μπορεί να πει
ότι τα ξερά καλάμια είναι καλύτερα από τα στάχυα; - Μετάφραση: Νάστος Ιωάννης, Τα επιγράμματα του Ασκληπιάδου του Σαμίου: εισαγωγή - κείμενο - μετάφραση - σχολία, διδακτορική διατριβή, ΕΚΠΑ, Αθήνα, 2002, σελ. 256
- Τώρα που κάτω από τους κροτάφους προχωρεί λεπτό χνουδωτό γένι
- νῦν αἰτεῖς, ὅτε λεπτὸς ὑπὸ κροτάφοισιν ἴουλος
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 11 (λ. Ἀλκίνου ἀπόλογοι: Νέκυια.), στίχ. 319 (318-320)
- (φυτό) το άνθος (ή το άγανο) του φυτού ἡρακλειωτική καρύα (λεπτοκαρυά), απ' όπου η θεά Δήμητρα ονομάστηκε Ἰουλώ
- ύμνος προς τιμήν της θεάς Δήμητρας
- (φυτό) ίουλος (ταξιανθία σε μορφή βότρυος)
- δεμάτι στάχυα
- η ψαλίδα των μονόοικων φυτών
- (ζωολογία) ίουλος (είδος μυριάποδου (σκολόπενδρα, πολύποδας, σαρανταποδαρούσα) της οικογένειας των ιουλιδών, της τάξης των ιουλοειδών)
- (ιχθυολογία) γύλος
- ≈ συνώνυμα: ἰουλίς
Παράγωγα
- ἰουλίζω
- ἰουλίς
- ἰουλώδης
- Ἰουλώ
Σύνθετα
- ἰουλοφόρος
- ἰουλόπεζος
- καλλίουλος
Πηγές
- ἴουλος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἴουλος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.