καρύα

Αρχαία ελληνικά (grc)

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
κᾰρῠα-
ονομαστική καρύ αἱ καρύαι
      γενική τῆς καρύᾱς τῶν καρυῶν
      δοτική τῇ καρύ ταῖς καρύαις
    αιτιατική τὴν καρύᾱν τὰς καρύᾱς
     κλητική ! καρύ καρύαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  καρύ
γεν-δοτ τοῖν  καρύαιν
Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ.
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

καρύα < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

καρύα θηλυκό (ελληνιστική κοινή)

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.