οὖλος
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
Ετυμολογία 1
- οὖλος < (κληρονομημένο) ιωνική διάλεκτος οὖλος, αρχαία ελληνική ὅλος → και δείτε τις παρατηρήσεις και τις Πηγές στο οὗλος
Ετυμολογία 2
- οὖλος < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική οὖλον (το ούλο) με μεταπλασμό κατάληξης -ος
Κλιτικοί τύποι
- οὔλη (πληθυντικός ουδέτερου)
Συγγενικά
- οὐλοφάγος
- (Χρειάζεται επεξεργασία)
- με δασεία: οὗλος
- δε σχετίζει ο οὐλάκης τουρκικής προέλευσης
Πηγές
- οὖλος - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)
- για όλες τις γραφές: οὖλος - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
- για τη σημασία «όλος» → δείτε οὗλος#Πηγές
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία 1
- οὖλος < ὅλος, με ... κατά τα ιωνικά • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ετυμολογία 2
- οὖλος <
→ ζητούμενο λήμμα
Ετυμολογία 3
- οὖλος <
→ ζητούμενο λήμμα
Πηγές
- οὖλος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- οὖλος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.