ταξιανθία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ταξιανθία οι ταξιανθίες
      γενική της ταξιανθίας των ταξιανθιών
    αιτιατική την ταξιανθία τις ταξιανθίες
     κλητική ταξιανθία ταξιανθίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ταξιανθία < τάξη + -ανθία (< άνθος)

Ουσιαστικό

ταξιανθία θηλυκό

  • (βοτανική) η διάταξη των ανθών ενός φυτού στα κλαδιά του, ο συγκεκριμένος τρόπος με τον οποίο φύονται στο βλαστό
    οι ταξιανθίες των φυτών χωρίζονται σε βοτρυοειδείς και κυματοειδείς

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.