γύλος
Νέα ελληνικά (el)
→ λείπει η κλίση
%252C_isla_de_Corbera%252C_Santander%252C_Espa%C3%B1a%252C_2019-08-15%252C_DD_76.jpg.webp)
Γύλος (Coris julis)
Ετυμολογία
- γύλος < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
γύλος αρσενικό
- (ψάρι) μικρό, μακρύ ψάρι με καστανή ή πράσινη πλάτη και λευκή κοιλιά. Έχει μικρά μάτια και μυτερό ρύγχος. Σπάνια ζυγίζει πάνω από 150 γραμμάρια. Είναι ιδιαίτερα γευστικό και μπορεί να τηγανιστεί, ψηθεί στο γκριλ ή να γίνει ψαρόσουπα μαζί με άλλες ποικιλίες πετρόψαρων.
-
γύλος στη Βικιπαίδεια

Μεταφράσεις
γύλος
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.