ἀναγκάζω
Αρχαία ελληνικά (grc)
| Αρχικοί χρόνοι |
Φωνή Eνεργητική |
Φωνή Μέση & Παθητική |
|---|---|---|
| Ενεστώτας | ἀναγκάζω | ἀναγκάζομαι |
| Παρατατικός | ἠνάγκαζον | ἠναγκαζόμην |
| Μέλλοντας | ἀναγκάσω | ἀναγκασθήσομαι |
| Αόριστος | ἠνάγκασα | ἠναγκάσθην |
| Παρακείμενος | ἠνάγκακα | ἠνάγκασμαι |
| Υπερσυντέλικος | ἠναγκάκειν | |
| Συντελ.Μέλλ. |
Ρήμα
ἀναγκάζω
- εξαναγκάζω, υποχρεώνω, επιβάλλω
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Θουκυδίδης, Ἱστορίαι, 1, 23
- τὴν μὲν γὰρ ἀληθεστάτην πρόφασιν, ἀφανεστάτην δὲ λόγῳ, τοὺς Ἀθηναίους ἡγοῦμαι μεγάλους γιγνομένους καὶ φόβον παρέχοντας τοῖς Λακεδαιμονίοις ἀναγκάσαι ἐς τὸ πολεμεῖν
- Η αληθεστάτη, πραγματικώς, αλλ' ανομολόγητος αιτία υπήρξε, νομίζω, η αυξανομένη δύναμις των Αθηνών, η οποία επτόησε τους Λακεδαιμονίους και τους εξώθησεν εις πόλεμον.
- απόδοση Ελευθερίου Βενιζέλου
- τὴν μὲν γὰρ ἀληθεστάτην πρόφασιν, ἀφανεστάτην δὲ λόγῳ, τοὺς Ἀθηναίους ἡγοῦμαι μεγάλους γιγνομένους καὶ φόβον παρέχοντας τοῖς Λακεδαιμονίοις ἀναγκάσαι ἐς τὸ πολεμεῖν
- ↪ δεινοῖς ἠναγκάσθην - με ανάγκασαν (να το κάνω) με βασανιστήρια
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Θουκυδίδης, Ἱστορίαι, 1, 23
- καλλιεργώ
- βιάζω, πιέζω, ζορίζω
- (ιατρική) κάνω ανάταξη οστού με βία, δύναμη, το επαναφέρω
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἱπποκράτης, Περι άρθρων, 3
- οἱ δὲ τῇ πτέρνῃ πειρώμενοι ἐμβάλλειν, ἐγγύς τι τοῦ κατὰ φύσιν ἀναγκάζουσιν: όσοι προσπαθούν να επέμβουν στη φτέρνα, πρέπει να την επαναφέρουν με πίεση κοντά στη φυσική της θέση
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἱπποκράτης, Περι άρθρων, 3
Παράγωγα
- (Χρειάζεται επεξεργασία)
Πηγές
- ἀναγκάζω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἀναγκάζω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.