πειράω

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

πειράω < πεῖρα

Ρήμα

πειράω

  1. αποπειρώμαι, δοκιμάζω, επιχειρώ, κάνω πείραμα, προσπαθώ, πιο σύνηθες μεσοπαθητικό πειράομαι
  2. επιτίθεμαι
  3. δοκιμάζω την τύχη μου
  4. εξετάζω την αξιοπιστία κάποιου, τον δοκιμάζω

Συγγενικά

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.