πειράω
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
- πειράω < πεῖρα
Ρήμα
πειράω
- αποπειρώμαι, δοκιμάζω, επιχειρώ, κάνω πείραμα, προσπαθώ, πιο σύνηθες μεσοπαθητικό πειράομαι
- επιτίθεμαι
- δοκιμάζω την τύχη μου
- εξετάζω την αξιοπιστία κάποιου, τον δοκιμάζω
Συγγενικά
- πεῖρα
- πειράζω
- πειρατής
- πειρατικός
- πειραστικός (δοκιμαστικός)
- πείρασις-εως (απόπειρα αποπλάνησης)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.