επαναφέρω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- επαναφέρω < αρχαία ελληνική ἐπαναφέρω
Ρήμα
επαναφέρω (παθητική φωνή: επαναφέρομαι)
- φέρνω κάποιον ή κάτι στην προηγούμενη θέση του
- ξαναφέρνω
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.