ζορίζω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ζορίζω < ζόρι + -ίζω

Ρήμα

ζορίζω, πρτ.: ζόριζα, στ.μέλλ.: θα ζορίσω, αόρ.: ζόρισα, παθ.φωνή: ζορίζομαι, μτχ.π.π.: ζορισμένος

  1. πιέζω υπερβολικά κάτι ή κάποιον ώστε να αποδώσει περισσότερο
    μην το ζορίζεις το αμάξι στην ανηφόρα τόσο πολύ!
    τον έχει ζορίσει πολύ το γιο του με τα μαθήματα τώρα τελευταία

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.