ἀγνώμων
Αρχαία ελληνικά (grc)
| → γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ἀγνωμον- | ||||||
| ονομαστική | ὁ/ἡ | ἀγνώμων | τὸ | ἄγνωμον | ||
| γενική | τοῦ/τῆς | ἀγνώμονος | τοῦ | ἀγνώμονος | ||
| δοτική | τῷ/τῇ | ἀγνώμονῐ | τῷ | ἀγνώμονῐ | ||
| αιτιατική | τὸν/τὴν | ἀγνώμονᾰ | τὸ | ἄγνωμον | ||
| κλητική ὦ! | ἄγνωμον | ἄγνωμον | ||||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ/αἱ | ἀγνώμονες | τὰ | ἀγνώμονᾰ | ||
| γενική | τῶν | ἀγνωμόνων | τῶν | ἀγνωμόνων | ||
| δοτική | τοῖς/ταῖς | ἀγνώμοσῐ(ν) | τοῖς | ἀγνώμοσῐ(ν) | ||
| αιτιατική | τοὺς/τὰς | ἀγνώμονᾰς | τὰ | ἀγνώμονᾰ | ||
| κλητική ὦ! | ἀγνώμονες | ἀγνώμονᾰ | ||||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἀγνώμονε | τὼ | ἀγνώμονε | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | ἀγνωμόνοιν | τοῖν | ἀγνωμόνοιν | ||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'εὐδαίμων' όπως «εὐδαίμων» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Επίθετο
ἀγνώμων, ἀγνώμων, ἄγνωμον, υπερθετικός : ἀγνωμονέστατος
- απερίσκεπτος, ανόητος
- ισχυρογνώμων
- παράτολμος
- αυθάδης
- σκληρόκαρδος
- που δεν γνωρίζει, που αγνοεί
- (για άλογα) που δεν έχει δόντια, απ’ τα οποία να φαίνεται η ηλικία του
Παράγωγα
- ἀγνωμόνως (επίρρημα)
Πηγές
- ἀγνώμων - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἀγνώμων - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.