εὐγνώμων

Αρχαία ελληνικά (grc)

 γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
 πτώσεις       ενικός      
εὐγνωμον-
ονομαστική / εὐγνώμων τὸ εὔγνωμον
      γενική τοῦ/τῆς εὐγνώμονος τοῦ εὐγνώμονος
      δοτική τῷ/τῇ εὐγνώμον τῷ εὐγνώμον
    αιτιατική τὸν/τὴν εὐγνώμον τὸ εὔγνωμον
     κλητική ! εὔγνωμον εὔγνωμον
 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ εὐγνώμονες τὰ εὐγνώμον
      γενική τῶν εὐγνωμόνων τῶν εὐγνωμόνων
      δοτική τοῖς/ταῖς εὐγνώμοσῐ(ν) τοῖς εὐγνώμοσῐ(ν)
    αιτιατική τοὺς/τὰς εὐγνώμονᾰς τὰ εὐγνώμον
     κλητική ! εὐγνώμονες εὐγνώμον
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ εὐγνώμονε τὼ εὐγνώμονε
      γεν-δοτ τοῖν εὐγνωμόνοιν τοῖν εὐγνωμόνοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'εὐδαίμων' όπως «εὐδαίμων» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

εὐγνώμων < (εὖ) εὐ- + -γνώμων

Επίθετο

εὐγνώμων, -ων, '_-ον, συγκριτικός: εὐγνωμονέστερος, υπερθετικός:  εὐγνωμονέστατος

  1. που έχει καλά αισθήματα
  2. ευγενικός
  3. δίκαιος
  4. συνετός, λογικός, σώφρων
  5. γνωστικός
  6. επιεικής
  7. σοφός

Παράγωγα

  • εὐγνωμόνως (επίρρημα)
  • (Χρειάζεται επεξεργασία)

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.